edu.klimaka.gr

Κώδικας Δεοντολογίας και Καλής Πρακτικής Πολυτεχνείου Κρήτης

 ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΛΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ

Δημοσιευμένο στο ΦΕΚ 1470/2025

Αριθμ. απόφ. 648/4
Κώδικας Δεοντολογίας και Καλής Πρακτικής Πολυτεχνείου Κρήτης.

Η ΣΥΓΚΛΗΤΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ

Έχοντας υπόψη:
1. Τον ν. 545/1977 «Περί ιδρύσεως Τεχνολογικού Πανεπιστημίου υπό την επωνυμία Πολυτεχνείο Κρήτης και άλλων τινών διατάξεων» (Α’ 46),
2. το π.δ. 73/2013 «Κατάργηση Τμημάτων και ίδρυση Σχολών στο Πολυτεχνείο Κρήτης» (Α’ 119),
3. το π.δ. 67/2016 «Μετονομασία της Σχολής Ηλεκτρονικών Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών και του ομώνυμου Τμήματος στο Πολυτεχνείο Κρήτης» (Α’ 123),
4. την υπό στοιχεία 59053/Ζ1/26.05.2021 υπουργική απόφαση «Μετονομασία της Σχολής και του ομώνυμου Τμήματος Μηχανικών Περιβάλλοντος του Πολυτεχνείου Κρήτης» (Β’ 2348),
5. την υπ’ αρ. 2018/03.01.2023 διαπιστωτική πράξη του Πρύτανη του Πολυτεχνείου Κρήτης για την εκλογή Πρύτανη και τον ορισμό τεσσάρων (4) Αντιπρυτάνεων του Πολυτεχνείου Κρήτης με θητεία έως την 31.08.2026 (Υ.Ο.Δ.Δ. 2),
6. την περ. α) της παρ. 2 του άρθρου 217 του ν. 4957/2022 «Νέοι Ορίζοντες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα: Ενίσχυση της ποιότητας, της λειτουργικότητας και της σύνδεσης των Α.Ε.Ι. με την κοινωνία και λοιπές διατάξεις» (Α’ 141),
7. την περ. θ) της παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 3469/2006 «Εθνικό Τυπογραφείο, Εφημερίς της Κυβερνήσεως και λοιπές διατάξεις» (Α’ 131),
8. την απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης (συνεδρίαση 15η/13.11.2023), περί Συγκρότησης Επιτροπής Δεοντολογίας Πολυτεχνείου Κρήτης [υπ’ αρ. 1222/15.11.2023 πράξη (ΑΔΑ: 9ΙΩΤ469Β6Ν-Γ64)],
9. την απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης (συνεδρίαση 16η/11.12.2023), περί Τροποποίησης της Συγκρότησης της Επιτροπής Δεοντολογίας Πολυτεχνείου Κρήτης [υπ’ αρ. 1623/12.12.2023 πράξη (ΑΔΑ: Ρ462469Β6Ν-ΓΡΣ)],
10. την υπ’ αρ. 2267/27.02.2025 εισήγηση της Επιτροπής Δεοντολογίας του Πολυτεχνείου Κρήτης,
11. τον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας του Πολυτεχνείου Κρήτης (Β’ 5296/2024),
12. την απόφαση της υπ’ αρ. 648ης/11.03.2025 Συγκλήτου, για την έγκριση του Κώδικα Δεοντολογίας και Καλής Πρακτικής,
13. το γεγονός ότι οι διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν αφορούν σε διοικητική διαδικασία, για την οποία υπάρχει υποχρέωση καταχώρισης στο ΕΜΔΔ-ΜΙΤΟΣ,
14. το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 90 του Κώδικα νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα (π.δ. 63/2005, Α’ 98), το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με την περ. 22 του άρθρου 119 του ν. 4622/2019 (Α’ 133), με την εφαρμογή της παρούσας απόφασης, δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,

αποφασίζει:

Την έγκριση του Κώδικα Δεοντολογίας και Καλής Πρακτικής του Πολυτεχνείου Κρήτης, ο οποίος ενσωματώνεται στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας του Πολυτεχνείου Κρήτης και έχει ως εξής:

ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΛΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’: ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Άρθρο 1: Σκοπός

Άρθρο 2: Πεδίο Εφαρμογής

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’: ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΕΠΙ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ

Άρθρο 3: Δεοντολογία σε Σχέση με τα Μέλη του Π.Κ.
Άρθρο 4: Δεοντολογία σε Σχέση με τη Διακυβέρνηση και τα Όργανα Διοίκησης του Π.Κ.
Άρθρο 5: Ειδικοί Κανόνες Δεοντολογίας σε Σχέση με τα Μέλη του Διδακτικού ή/και Ερευνητικού Προσωπικού
Άρθρο 6: Ειδικοί Κανόνες Δεοντολογίας σε Σχέση με τους/τις Φοιτητές/τριες
Άρθρο 7: Σύγκρουση Συμφερόντων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’: ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΕΠΙ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ

Άρθρο 8: Πεδίο Εφαρμογής
Άρθρο 9: Κανόνες Δεοντολογίας στην Έρευνα
Άρθρο 10: Κανόνες Δεοντολογίας Σχετικά με τα Πνευματικά Δικαιώματα και τις Δημοσιεύσεις

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’: ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ: ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΛΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΚΑΙ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΙΘΑΝΟΛΟΓΟΥΜΕΝΩΝ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΝ

Άρθρο 11: Διαδικασία Κατάρτισης και Ισχύος Κώδικα Δεοντολογίας και Καλής Πρακτικής
Άρθρο 12: Όροι Κατάρτισης και Αναθεώρησης του Κώδικα Δεοντολογίας και Καλής Πρακτικής
Άρθρο 13: Διαδικασίες Συμμόρφωσης
Άρθρο 14: Εξέταση Πιθανολογούμενων Παραβάσεων
Άρθρο 15: Διαδικασία Εξέτασης
Άρθρο 16: Πόρισμα Εξέτασης και Διαδικασία Λήψης Αποφάσεων
Άρθρο 17: Εμπιστευτικότητα, Εχεμύθεια και Απόρρητο
Άρθρο 18: Ισχύς

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Άρθρο 1
Σκοπός

Σκοπός του παρόντος Κώδικα είναι ο καθορισμός ενός πλαισίου αρχών, αξιών και κανόνων δεοντολογίας και καλών πρακτικών σε σχέση με τα ακαδημαϊκά, διοικητικά και ερευνητικά θέματα λειτουργίας του Πολυτεχνείου Κρήτης (Π.Κ.), με στόχο να διασφαλιστεί ότι το Ίδρυμα παραμένει ένας χώρος σεβασμού, ακαδημαϊκής αριστείας, μάθησης, διαφάνειας και ανάπτυξης, όπου κάθε μέλος της κοινότητας αισθάνεται ασφαλές και ενθαρρύνεται να επιδιώκει την προσωπική, ακαδημαϊκή και επαγγελματική του εξέλιξη.

Ο Κώδικας διαπνέεται από τις αρχές της ακεραιότητας, της διαφορετικότητας, του σεβασμού, της ελευθερίας έρευνας και έκφρασης, της εμπιστοσύνης, της ειλικρίνειας και της δικαιοσύνης και προσπαθεί να ενσωματώσει αυτές τις αξίες στην εκπαίδευση, την έρευνα και τις λοιπές δραστηριότητες.

Άρθρο 2
Πεδίο Εφαρμογής

1. Ο Κώδικας Δεοντολογίας και Καλής Πρακτικής απευθύνεται και δεσμεύει, άνευ εξαιρέσεως, το σύνολο των μελών του διδακτικού ή/και ερευνητικού προσωπικού του Π.Κ. (όπως ορίζονται στο άρθρο 5 του παρόντος), των φοιτητών/τριών όλων των κύκλων σπουδών (προπτυχιακού, μεταπτυχιακού και διδακτορικού επιπέδου), των μεταδιδακτόρων, των ερευνητών και ερευνητριών και του διοικητικού, τεχνικού και λοιπού προσωπικού, του αποσπασμένου προσωπικού, των πάσης φύσεως εξωτερικών συνεργατών καθώς και κάθε άλλου προσώπου που σχετίζεται με την εφαρμογή του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην κείμενη νομοθεσία και τις αποφάσεις και διαδικασίες του Ιδρύματος (εφεξής από κοινού τα «Μέλη του Ιδρύματος» ή «Μέλη»). Επιπλέον, ο Κώδικας απευθύνεται και δεσμεύει και τους φορείς που συνεργάζονται με το Π.Κ. εφόσον τους έχει γνωστοποιηθεί.

2. Ως Μέλη του Ιδρύματος νοούνται όλα τα μέλη του διδακτικού ή/και ερευνητικού προσωπικού του Π.Κ. (όπως ορίζονται στο άρθρο 5 του παρόντος), οι φοιτητές/τριες όλων των κύκλων σπουδών (προπτυχιακού, μεταπτυχιακού και διδακτορικού επιπέδου), οι μεταδιδάκτορες ερευνητές/τριες, οι ερευνητές και ερευνήτριες, το αποσπασμένο προσωπικό και το διοικητικό, τεχνικό και λοιπό προσωπικό, καθώς και οι εργολαβικοί υπάλληλοι και γενικά όλα τα συνεργαζόμενα με το Ίδρυμα πρόσωπα, ανάλογα με τα καθήκοντα που τους ανατίθενται κάθε φορά.

3. Όλα τα Μέλη είναι υπεύθυνα για τη διατήρηση υψηλών ηθικών προτύπων εντός του Ιδρύματος και της ευρύτερης κοινότητας. Κατά την επιτέλεση του έργου τους, τηρούν τους παρόντες κανόνες δεοντολογίας του Π.Κ., μη θιγομένων των ειδικότερων υποχρεώσεών της τήρησης κωδίκων δεοντολογίας σε περίπτωση υπαγωγής τους σε ειδικότερο επαγγελματικό κλάδο. Η παραπάνω υποχρέωση ισχύει ανεξαρτήτως αν το σχετικό έργο παράγεται στους χώρους εργασίας εντός των εγκαταστάσεων του Ιδρύματος ή εκτός αυτών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΕΠΙ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ

Άρθρο 3
Δεοντολογία σε Σχέση με τα Μέλη του Π.Κ.

1. Ο παρών Κώδικας θεμελιώνεται στις αρχές της συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας του ανθρώπου και της ακαδημαϊκής ελευθερίας της επιστήμης, της έρευνας και της διδασκαλίας, όπως ορίζονται σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. Επιπλέον, θεμελιώδεις αρχές για την τήρησή του είναι η βιολογική και πνευματική ακεραιότητα του ανθρώπου, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η τήρηση της αρχής της ισότητας και ο σεβασμός στη φύση, το περιβάλλον, την πνευματική ιδιοκτησία και τα προσωπικά δεδομένα.

2. Ο Κώδικας Δεοντολογίας και Καλής Πρακτικής διαπνέεται από τις αρχές και τους κανόνες που περιλαμβάνονται στον ν. 4957/2022, όπως αυτός ισχύει. Σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 4957/2022, στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Ε.Ι.) κατοχυρώνεται και προστατεύεται η ακαδημαϊκή ελευθερία στην έρευνα και τη διδασκαλία, η οποία αποτελεί θεσμική εγγύηση της αδέσμευτης και απαραβίαστης επιστημονικής σκέψης, έρευνας και διδασκαλίας. Η ακαδημαϊκή ελευθερία καθώς και η ελεύθερη έκφραση και διακίνηση των ιδεών προστατεύονται σε όλους τους χώρους των Α.Ε.Ι. έναντι οποιουδήποτε προσπαθεί να τις καταλύσει ή περιορίσει.

3. Τα Μέλη του Ιδρύματος αναγνωρίζουν, κατανοούν και συμμορφώνονται με τους στόχους του Ιδρύματος, ιδίως αναφορικά με:

α. Την ενίσχυση της εκπαίδευσης, της έρευνας, της τεχνολογίας και της καινοτομίας,

β. τη διαφύλαξη του ακαδημαϊκού ήθους,

γ. την προώθηση της διασύνδεσης του Ιδρύματος με την κοινωνία, την οικονομία, τους λοιπούς ερευνητικούς και τεχνολογικούς φορείς και τον παραγωγικό ιστό της χώρας,

δ. την ενίσχυση της ποιότητας, της αριστείας, της αποτελεσματικότητας και του αυτοδιοίκητου χαρακτήρα του Ιδρύματος,

ε. τη διακυβέρνηση του Ιδρύματος, σύμφωνα με τις αρχές της διαφάνειας και της λογοδοσίας,

στ. την προαγωγή της διεπιστημονικότητας,

ζ. την ενίσχυση της εξωστρέφειας στην εκπαίδευση και την έρευνα και την ανάπτυξη διαύλων επικοινωνίας και συνεργασίας με ιδρύματα της αλλοδαπής και κινητικότητας των φοιτητών/τριών,

η. την προώθηση και υλοποίηση αναπτυξιακών εργαλείων και σχεδίων στρατηγικού σχεδιασμού,

θ. την ενθάρρυνση δράσεων που προάγουν το έργο που παράγεται εντός του Π.Κ. προς όφελος των Μελών του και της κοινωνίας γενικότερα,

ι. την αξιοκρατική λειτουργία του Π.Κ. σε σχέση με την προαγωγή και εξέλιξη του προσωπικού του,

ια. την καταπολέμηση των διακρίσεων με βάση το φύλο, την εθνικότητα, τη φυλή, την καταγωγή, τη γλώσσα, τη θρησκεία, την ηλικία, την υγεία, τη σωματική ικανότητα, την οικονομική ή κοινωνική κατάσταση, τις πολιτικές πεποιθήσεις και τον σεξουαλικό προσανατολισμό,

ιβ. τη στήριξη της πρόσβασης των ατόμων με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες,

ιγ. την προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας,

ιδ. την προστασία της ιδιωτικής ζωής και τη σύννομη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

ιε. τον σεβασμό των διαφωνιών και την ενθάρρυνση της πολυφωνίας, χωρίς περιορισμούς στην επιστημονική σκέψη,

ιστ. την προστασία του φυσικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος και την επίτευξη των στόχων της βιώσιμης ανάπτυξης κατά την υλοποίηση της εκπαιδευτικής, ερευνητικής, διοικητικής ή τεχνικής δραστηριότητας των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας,

ιζ. την προαγωγή της περιβαλλοντικής και πολιτισμικής συνείδησης.

4. Τα Μέλη του Ιδρύματος συμπεριφέρονται με το δέοντα σεβασμό στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους και αποφεύγουν οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση διάκριση και οποιαδήποτε μορφή παρενόχλησης, όπως ενδεικτικά η λεκτική παρενόχληση, η προσβολή της προσωπικότητας, η εξύβριση, οι απειλές, ο με οποιαδήποτε πρόφαση εκφοβισμός, κ.λπ. Οφείλουν να μην προβαίνουν σε καμία διάκριση λόγω φύλου, φυλετικής, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γλώσσας, θρησκευτικών, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή σωματικής κατάστασης, οικονομικής ή κοινωνικής κατάστασης, ηλικίας, ιδιωτικής ζωής, ή σεξουαλικού προσανατολισμού. Επιπλέον, οφείλουν να απέχουν από τη με οποιονδήποτε τρόπο εκμετάλλευση της ιδιότητας ή του θεσμικού ρόλου τους προκειμένου να εξαναγκάσουν άλλα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας σε συγκεκριμένη πράξη, παράλειψη, ή κρίση.

5. Τα Μέλη του Ιδρύματος συμμορφώνονται με τους κανόνες που διέπουν τη λειτουργία του Π.Κ., επιδεικνύοντας τον απαιτούμενο σεβασμό και την υπευθυνότητα για την τήρηση αυτών και την ομαλή και αποτελεσματική λειτουργία του. Επιπλέον, οφείλουν να λειτουργούν ως πρότυπα συμπεριφοράς και να ακολουθούν τις προβλεπόμενες διαδικασίες.

6. Τα Μέλη του Ιδρύματος κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και την εν γένει δράση τους, υπό την ιδιότητα που κατέχουν στο Π.Κ. ή σε σχέση με αυτό, διέπονται από πνεύμα συνεργασίας, αλληλεγγύης και εμπιστοσύνης. Συμβάλλουν με τις πράξεις και τις δράσεις τους, καθώς και με τις συνέργειες και καλές πρακτικές που αναπτύσσει το Ίδρυμα, στην εμπέδωση κλίματος ακαδημαϊκής παράδοσης και ευπρέπειας.

7. Κάθε Μέλος του Ιδρύματος συμβάλλει ξεχωριστά, αναλόγως του ρόλου και των καθηκόντων του, στην τήρηση των παραπάνω αρχών λειτουργίας του Ιδρύματος και στην εκπλήρωση των στόχων του, τηρουμένων των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας και του Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας και του Οργανισμού του Ιδρύματος.

8. Τα Μέλη του Ιδρύματος απέχουν από κάθε πράξη ή συμπεριφορά που αντίκειται στον νόμο ή στα χρηστά ήθη, που θα μπορούσε να βλάψει το κύρος και την καλή φήμη των ιδίων ή του Π.Κ.

9. Τα Μέλη του Ιδρύματος απέχουν από κάθε μορφής συγκάλυψη έκνομων ενεργειών που έρχονται σε γνώση τους και αφορούν στο Π.Κ.

10. Τα Μέλη του Ιδρύματος οφείλουν να καταβάλλουν κάθε προσπάθεια προκειμένου να διαχωρίσουν τις προσωπικές πεποιθήσεις τους από τα καθήκοντά τους, ούτως ώστε αυτές να μην επηρεάζουν με αρνητικό τρόπο την εκπλήρωση της αποστολής του Π.Κ.

Άρθρο 4
Δεοντολογία σε Σχέση με τη Διακυβέρνηση και τα Όργανα Διοίκησης του Π.Κ.

1. Τα Μέλη του Π.Κ. αναγνωρίζουν και κατανοούν τους κανόνες διακυβέρνησης του Ιδρύματος, όπως ισχύουν κάθε φορά, και συμμορφώνονται με αυτούς.

2. Τα μέλη των συλλογικών οργάνων του Π.Κ. επιδεικνύουν επιμέλεια και υπευθυνότητα κατά τη συμμετοχή τους στο εκάστοτε συλλογικό όργανο και την άσκηση των ανατεθειμένων καθηκόντων και αρμοδιοτήτων τους, τηρώντας τους κανονισμούς και τους όρους λειτουργίας του οργάνου. Αντίστοιχη επιμέλεια και υπευθυνότητα επιδεικνύουν επίσης και τα μονοπρόσωπα όργανα του Ιδρύματος.

3. Τα μέλη των συλλογικών οργάνων του Π.Κ. λειτουργούν με πνεύμα συλλογικότητας και συναδελφικότητας. Υπηρετούν και προάγουν τους στόχους του οργάνου, ασκώντας τα καθήκοντά τους σύννομα και αποτελεσματικά. Οφείλουν να συμμετέχουν στα συλλογικά όργανα του Ιδρύματος, όταν και όπως ορίζει ο νόμος.

4. Τα μέλη των συλλογικών οργάνων του Π.Κ. λειτουργούν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους και δεν παρεμβαίνουν ή επιδιώκουν να επηρεάσουν τις αποφάσεις άλλων συλλογικών οργάνων του Ιδρύματος.

5. Όλα τα Μέλη του Π.Κ. επιδεικνύουν τον δέοντα σεβασμό προς τα όργανα διοίκησης του Ιδρύματος και ενεργούν κατά τρόπο συμβατό και σύμφωνο με τις αρχές και τις διαδικασίες της λειτουργίας του.

Άρθρο 5
Ειδικοί Κανόνες Δεοντολογίας σε Σχέση με τα Μέλη του Διδακτικού ή/και Ερευνητικού Προσωπικού

1. Ως μέλη του διδακτικού ή/και ερευνητικού προσωπικού νοούνται -για τις ανάγκες του παρόντος- όλα τα 13780 ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ TΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ Τεύχος B’ 1470/27.03.2025 μέλη του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού και των λοιπών κατηγοριών διδακτικού προσωπικού του Π.Κ. σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, όπως είναι τα μέλη Δ.Ε.Π. Ε.ΔΙ.Π., Ε.Ε.Π. και Ε.Τ.Ε.Π. του Ιδρύματος, οι ομότιμοι/ες καθηγητές/τριες, οι μεταδιδάκτορες ερευνητές/ τριες, οι συμβασιούχοι ερευνητές/τριες ή/και διδάσκοντες/ σκουσες, οι εντεταλμένοι/νες διδάσκοντες/ σκουσες, οι επισκέπτες/τριες καθηγητές/τριες, το αποσπασμένο προσωπικό και οι λοιπές κατηγορίες διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού.

2. Τα μέλη του διδακτικού ή/και ερευνητικού προσωπικού εκτελούν τα καθήκοντά τους σύμφωνα με τον νόμο και τους ειδικότερους κανόνες, κανονισμούς και διαδικασίες του Ιδρύματος. Στο πλαίσιο αυτό ιδίως:

α. Ενεργούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (ως διδάσκοντες/σκουσες, εξεταστές/στριες, ερευνητές/ τριες, ή όργανα ή μέλη συλλογικών οργάνων ή επιτροπών του Ιδρύματος ή και άλλων Α.Ε.Ι. κατά τα οριζόμενα στον νόμο), κατά τρόπο νόμιμο και πάντοτε συμβατό με τη λειτουργία του Ιδρύματος και τους οικείους Κανονισμούς,

β. μεριμνούν ώστε το διδακτικό και ερευνητικό έργο τους να εκτελείται με επιμέλεια, ακεραιότητα και υπευθυνότητα,

γ. ασκούν τα καθήκοντά τους αναπτύσσοντας κλίμα συνεργασίας, ισότητας και αλληλεγγύης με τους/τις συναδέλφους τους, τους/τις φοιτητές/τριες αλλά και τα λοιπά Μέλη του Ιδρύματος συμβάλλοντας ενεργά στη διαμόρφωση ακαδημαϊκής παράδοσης,

δ. εκπληρώνουν τα διδακτικά τους καθήκοντα αυτοπροσώπως. Ενδεχόμενη ανάθεση διδακτικού έργου σε τρίτα πρόσωπα επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, μόνο με Απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της Σχολής στην οποία ανήκει ο/η διδάσκων/σκουσα,

ε. δρουν με βάση τις αρχές της επιστημονικής ελευθερίας και ανεξαρτησίας, της ελευθερίας της συνείδησης και της έκφρασης, και πάντοτε με αξιοκρατικά κριτήρια,

στ. ενεργούν κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο, τηρώντας τις αρχές της ίσης μεταχείρισης προς τους/τις φοιτητές/τριες,

ζ. αξιολογούν και βαθμολογούν τους/τις φοιτητές/ τριες τους κατά τρόπο αμερόληπτο και διαφανή,

η. συμπεριφέρονται στους/στις φοιτητές/τριες με το δέοντα σεβασμό και την επιβαλλόμενη μέριμνα. Ο εξαναγκασμός φοιτητών/τριών σε έργα άσχετα προς τα ακαδημαϊκά τους καθήκοντα και υποχρεώσεις, ιδίως δε για σκοπούς προσπορισμού οποιασδήποτε ωφέλειας εκ μέρους των διδασκόντων/σκουσών, συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα,

θ. με εξαίρεση την υποχρέωση που έχουν να καταθέτουν ενώπιον δικαστικών, πειθαρχικών ή ελεγκτικών αρχών, διασφαλίζουν την τήρηση εχεγγύων εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας ως προς ιδιωτικά ή απόρρητα στοιχεία και πληροφορίες των συναδέλφων, των φοιτητών/ τριών ή άλλων τρίτων που περιέρχονται στη γνώση τους στο πλαίσιο άσκησης των νόμιμων καθηκόντων τους.

3. Τα μέλη του διδακτικού ή/και ερευνητικού προσωπικού τηρούν την παραπάνω δεοντολογική συμπεριφορά ως προς κάθε έκφανση των αρμοδιοτήτων τους, ιδίως αναφορικά με τη διδασκαλία των μαθημάτων τους, την ενημέρωση, την υποδοχή ή την ακρόαση των φοιτητών/ τριών τους ως και τη διεξαγωγή εξετάσεων, την αξιολόγηση και τη βαθμολόγηση αυτών.

4. Κάθε Σχολή καθορίζει κριτήρια για τις εξετάσεις των μαθημάτων, όπως το κατώτερο ποσοστό επιτυχίας και ο ελάχιστος αριθμός εξεταζόμενων φοιτητών/τριών. Εάν αυτά τα κριτήρια δεν πληρούνται σε οποιοδήποτε μάθημα για δύο συνεχόμενα ακαδημαϊκά έτη, η Κοσμητεία εξετάζει το θέμα και προτείνει στη Γενική Συνέλευση της Σχολής συγκεκριμένα μέτρα (π.χ. τροποποίηση της ύλης ή της δομής του μαθήματος, αλλαγή διδασκόντων/ σκουσών κ.λπ.). Η ίδια διαδικασία εφαρμόζεται και για άλλες περιπτώσεις που ενδέχεται να ανακύψουν κατά την αξιολόγηση της απόδοσης των φοιτητών/τριών, όπως η σημαντική απόκλιση στη βαθμολογία από διαφορετικούς/ ές διδάσκοντες/σκουσες στην ίδια εξέταση.

5. Τα μέλη του διδακτικού ή/και ερευνητικού προσωπικού, με τη διδασκαλία και την έρευνά τους, προάγουν την αλήθεια και την επιστημονική γνώση. Λειτουργούν αμερόληπτα στην επιτέλεση των καθηκόντων τους και διαμορφώνουν τις κρίσεις τους για τα πρόσωπα που βρίσκονται στο πεδίο ευθύνης τους ισότιμα και αξιοκρατικά. Οφείλουν να αιτιολογούν την κρίση τους ως διδάσκοντες/σκουσες, εξεταστές/στριες ή ερευνητές/ τριες, αλλά και ως μέλη εκλεκτορικών σωμάτων ή επιτροπών αξιολόγησης και να λαμβάνουν μέριμνα για την πληρέστερη δυνατή τεκμηρίωση των απόψεών τους και πιστοποίηση των πηγών τους. Απέχουν από κρίσεις, διαδικασίες και αποφάσεις από τις οποίες ενδέχεται να αποκομίσουν κάποιου είδους προσωπικό ή οικονομικό όφελος, καθώς και από οποιαδήποτε πράξη που συνιστά εκμετάλλευση της θέσης τους.

6. Τα μέλη του διδακτικού ή/και ερευνητικού προσωπικού οφείλουν να χρησιμοποιούν τον ακριβή τίτλο τους και το όνομα του Π.Κ., της Σχολής, του Τομέα και του Εργαστηρίου που υπηρετούν.

Άρθρο 6
Ειδικοί Κανόνες Δεοντολογίας σε Σχέση με τους/τις Φοιτητές/τριες

1. Οι φοιτητές/τριες όλων των κύκλων σπουδών (προπτυχιακού, μεταπτυχιακού και διδακτορικού επιπέδου), ως ισότιμα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, οφείλουν και δεσμεύονται να τηρούν τις γενικότερες υποχρεώσεις που αφορούν στο σύνολο των μελών της και περιλαμβάνονται στον παρόντα Κώδικα.

2. Στο πλαίσιο αυτό εκπληρώνουν τα φοιτητικά τους καθήκοντα με συνέπεια, επιμέλεια και υπευθυνότητα και ιδίως:

α. Συμμετέχουν στα μαθήματα ή εργαστήρια και σύμφωνα με τους όρους διεξαγωγής τους, καθώς και τους κανόνες ασφαλείας τους,

β. συμβάλλουν στην ομαλή και αποτελεσματική λειτουργία των μαθημάτων ή των εργαστηρίων, απέχοντας από κάθε πράξη ή συμπεριφορά που θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τη διεξαγωγή αυτών,

γ. ανταποκρίνονται στα καθήκοντα που αναλαμβάνουν στο πλαίσιο παρακολούθησης των μαθημάτων ή εργαστηρίων, καθώς και τις εργασίες ομαδικού ή ατομικού χαρακτήρα που εκπονούν και τις λοιπές φοιτητικές δράσεις τους,

δ. συμβάλλουν στη διαμόρφωση σχέσεων συνεργασίας και συλλογικότητας μεταξύ αυτών,

ε. συμπεριφέρονται με σεβασμό και ευπρέπεια προς τους/τις διδάσκοντες/σκουσες καθηγητές/τριες και τα λοιπά Μέλη του Ιδρύματος,

στ. τηρούν την ερευνητική δεοντολογία, ιδίως περί προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων, σύμφωνα με το σχετικό άρθρο του παρόντος,

ζ. απέχουν από κάθε μορφής λογοκλοπή ή ακατάλληλη χρήση εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης κατά την εκπόνηση εργασιών μαθημάτων, διπλωματικών, διατριβών και άλλων εκπαιδευτικών υποχρεώσεων. Η χρήση πνευματικών δημιουργημάτων τρίτων, συμπεριλαμβανομένων και εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης, από φοιτητές/τριες ως δικών τους, η παρουσίαση εργασιών που έχουν εκπονηθεί συνεργατικά με άλλους ως ατομικά δημιουργήματα και η εκ νέου υποβολή μέρους ή συνόλου παλαιότερων εργασιών για την εκπλήρωση άλλων νεότερων διδακτικών ή ερευνητικών απαιτήσεων δεν επιτρέπονται,

η. συμμετέχουν ομαλά και σύμφωνα με τους προβλεπόμενους κανόνες και κανονισμούς του Ιδρύματος στις διαδικασίες των εξετάσεων, απέχοντας από κάθε πράξη ή συμπεριφορά που θα μπορούσε να παρακωλύσει ή να θέσει σε κίνδυνο την ομαλή διεξαγωγή τους και το αδιάβλητο των εξετάσεων. Ειδικότερα, κατά την εξέταση μαθήματος, δεν επιτρέπεται η χρήση σημειώσεων, ηλεκτρονικών μέσων ή άλλου βοηθητικού υλικού χωρίς την έγκριση των διδασκόντων/ουσών, η αντιγραφή ή η απόπειρα αντιγραφής, η χρήση μέσων υποκλοπής, η παρεμπόδιση της ομαλής διεξαγωγής της εξέτασης, η πλαστοπροσωπία, η συνέργεια σε τέτοιες πράξεις και γενικά η φαλκίδευση της εξεταστικής διαδικασίας. Σε περίπτωση παράβασης, ο/η εξεταζόμενος/η αποκλείεται από την εξέταση, προκειμένου να διασφαλιστεί το αδιάβλητο της διαδικασίας και η οικεία Σχολή ενημερώνεται σχετικά,

θ. συμμετέχουν στις διαδικασίες αξιολόγησης των διδασκόντων/σκουσών καθηγητών/τριών και των δομών του Ιδρύματος, καταθέτοντας τις απόψεις τους με υπευθυνότητα και κατά τρόπο αντικειμενικό, δίκαιο και αμερόληπτο, με γνώμονα την ανάγκη βελτίωσης της ποιότητας των σπουδών του Π.Κ.,

ι. χρησιμοποιούν τις εγκαταστάσεις και τον εξοπλισμό του Π.Κ., όπως ιδίως τα εργαστήρια, τον εκπαιδευτικό εξοπλισμό και τα πληροφοριακά συστήματά του, επιδεικνύοντας τον απαιτούμενο σεβασμό και προστατεύοντας τους χώρους,

ια. μεριμνούν για τη διαφύλαξη της καθαριότητας, της ευταξίας και της ευπρέπειας των χώρων εντός των οποίων διδάσκονται, εκπαιδεύονται και εν γένει διαβιούν κατά την παρουσία τους στις εγκαταστάσεις του Π.Κ., προστατεύοντας τα κτήρια, τις εγκαταστάσεις και την περιουσία του Ιδρύματος,

ιβ. απέχουν από πράξεις που δεν συνάδουν με την ακαδημαϊκή αποστολή του Ιδρύματος, ή εμποδίζουν την εύρυθμη λειτουργία των οργάνων και των υπηρεσιών του Ιδρύματος ή την ακαδημαϊκή ελευθερία στην έρευνα και τη διδασκαλία, καθώς επίσης και την ελεύθερη έκφραση και διακίνηση των ιδεών,

ιγ. απέχουν από κάθε πράξη ή συμπεριφορά που θα μπορούσε να προκαλέσει ζημία στην περιουσία του Ιδρύματος (π.χ. στον εκπαιδευτικό ή εργαστηριακό εξοπλισμό του) ή να βλάψει το κύρος και τη φήμη του Π.Κ. και των Μελών του,

ιδ. ενεργούν κατά την άσκηση των ακαδημαϊκών καθηκόντων και εκδηλώσεών τους κατά τρόπο νόμιμο και πάντοτε συμβατό με τη λειτουργία του Ιδρύματος.

Άρθρο 7
Σύγκρουση Συμφερόντων

Τα Μέλη του Ιδρύματος οφείλουν να απέχουν από κάθε δραστηριότητα ή ενέργεια από την οποία μπορεί να προκύψει σύγκρουση συμφερόντων. Σύγκρουση συμφερόντων υφίσταται όταν η απόφαση ή η θέση ενός Μέλους του Ιδρύματος μπορεί να επηρεαστεί από πραγματική ή δυνητική ωφέλεια που θα μπορούσε να αποκτηθεί από αυτήν. Επιπλέον, σύγκρουση συμφερόντων μπορεί να προκύψει όταν οι εξωτερικές δραστηριότητες ενός Μέλους του Ιδρύματος, όπως ενδεικτικά η παροχή συμβουλευτικού έργου, ομιλίες, δημόσιες υπηρεσίες, προσωπικές επιχειρήσεις κ.λπ., παρεμβαίνουν στις υποχρεώσεις του έναντι του Ιδρύματος, οδηγώντας σε παραμέληση των καθηκόντων του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΕΠΙ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ

Άρθρο 8
Πεδίο Εφαρμογής

1. Οι όροι του παρόντος Κεφαλαίου εφαρμόζονται σε κάθε ερευνητική ή αναπτυξιακή δραστηριότητα (ή από κοινού «έρευνα») που διεξάγεται υπό την ευθύνη ή με τη συμμετοχή του επιστημονικού προσωπικού του Π.Κ., περιλαμβανομένων ιδίως των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας του Ιδρύματος ή και άλλων Μελών αυτού, στους χώρους του ή εκτός αυτών, με ή χωρίς χρηματοδότηση.

2. Η ερευνητική δραστηριότητα αναφέρεται, για τις ανάγκες του παρόντος και σύμφωνα με τους ορισμούς της κείμενης νομοθεσίας, σε κάθε συστηματική και δημιουργική εργασία που αναλαμβάνεται με σκοπό τη δημιουργία και ανάπτυξη γνώσης, συμπεριλαμβανομένης της γνώσης του ανθρώπου, του πολιτισμού και της κοινωνίας. Η αναπτυξιακή δραστηριότητα αναφέρεται σε κάθε συστηματική εργασία χρήσης του αποθέματος της γνώσης για την ανάπτυξη νέων εφαρμογών, όπως ενδεικτικά η δημιουργία νέων υλικών, προϊόντων ή εξοπλισμού και η εισαγωγή νέων διαδικασιών, συστημάτων ή υπηρεσιών, ή η βελτίωση υφισταμένων.

3. Στους κανόνες δεοντολογίας επί ερευνητικών θεμάτων κατά τους όρους του παρόντος εμπίπτουν επίσης:

α. Οι δραστηριότητες παροχής εξειδικευμένων υπηρεσιών, προγραμμάτων κατάρτισης ή άλλων επιστημο13782 ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ TΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ Τεύχος B’ 1470/27.03.2025 νικών εφαρμογών που διαχειρίζονται ο Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας (Ε.Λ.Κ.Ε.), το Κέντρο Δια Βίου Μάθησης (ΚΕ.ΔΙ.ΒΙ.Μ.), το Πανεπιστημιακό Κέντρο Έρευνας και Καινοτομίας (Π.Α.Κ.Ε.Κ.) και η Εταιρεία Αξιοποίησης και Διαχείρισης της Περιουσίας (Ε.Α.ΔΙ.Π.) του Π.Κ., όπως καθορίζονται με βάση την κείμενη νομοθεσία. Σε σχέση με τις ως άνω δραστηριότητες οι όροι του παρόντος Κεφαλαίου εφαρμόζονται πέραν των Επιστημονικών Υπευθύνων και σε άλλα συνεργαζόμενα με αυτούς πρόσωπα, όπως σε βοηθούς ή συνεργάτες αυτών, κατά την εκπόνηση ή υλοποίηση έργων στο πλαίσιο παροχής των σχετικών εξειδικευμένων υπηρεσιών, προγραμμάτων κατάρτισης ή άλλων επιστημονικών εφαρμογών,

β. οι πάσης φύσεως εργασίες προπτυχιακού, μεταπτυχιακού, διδακτορικού ή και μεταδιδακτορικού επιπέδου που εκπονούνται από φοιτητές/τριες ή μεταδιδάκτορες ή και τυχόν άλλες ερευνητικές δράσεις αυτών, όπως η συμμετοχή τους ως συνεργατών, με ή χωρίς χρηματοδότηση, σε ερευνητικές ή αναπτυξιακές δραστηριότητες που πραγματοποιούν ερευνητές/τριες περιλαμβανομένων και των Επιστημονικών Υπευθύνων στο Ίδρυμα, στον Ε.Λ.Κ.Ε., στο ΚΕ.ΔΙ.ΒΙ.Μ., στο Π.Α.Κ.Ε.Κ. ή στην Ε.Α.ΔΙ.Π. του Ιδρύματος. Σε σχέση με τις ως άνω εργασίες, οι όροι του παρόντος Κεφαλαίου εφαρμόζονται στους/ στις φοιτητές/τριες που εκπονούν τις σχετικές εργασίες, προπτυχιακού, μεταπτυχιακού ή διδακτορικού επιπέδου καθώς και στους/στις μεταδιδάκτορες που εκπονούν μεταδιδακτορικές εργασίες.

4. Οι όροι του παρόντος Κεφαλαίου εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των ειδικότερων όρων δεοντολογίας για την έρευνα που τίθενται με τον Κανονισμό Αρχών και Λειτουργίας της Επιτροπής Ηθικής και Δεοντολογίας της Έρευνας (Ε.Η.Δ.Ε.) του άρθρου 277 του ν. 4957/2022, όπως ισχύει, του Ιδρύματος, όπως καταρτίζεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 5 του άρθρου 281 του ως άνω νόμου, όπως ισχύει.

Άρθρο 9
Κανόνες Δεοντολογίας στην Έρευνα

1. Κάθε έρευνα πρέπει να διεξάγεται με σεβασμό στην ακαδημαϊκή ελευθερία, την επιστημονική αλήθεια, τη ζωή, τη φύση και το περιβάλλον, τη βιολογική και πνευματική ακεραιότητα του ανθρώπου, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την πνευματική ιδιοκτησία και τα προσωπικά δεδομένα. Κατά τη διεξαγωγή της έρευνας, πρέπει να αποφεύγεται κάθε διακριτική μεταχείριση ή διάκριση των προσώπων στα οποία αφορά η έρευνα με κριτήριο το φύλο, τη φυλετική, εθνική ή εθνοτική καταγωγή, τη γλώσσα, τις θρησκευτικές, πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την αναπηρία ή σωματική κατάσταση, την οικονομική ή κοινωνική κατάσταση, την ηλικία, την ιδιωτική ζωή, ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό.

2. Τα μέλη Δ.Ε.Π. και όλοι όσοι συμμετέχουν σε ερευνητικές δραστηριότητες του Π.Κ. οφείλουν να σέβονται τον Κώδικα Ηθικής και Δεοντολογίας της Έρευνας του Ιδρύματος.

3. Κατά την ανάληψη, τη διεξαγωγή και τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων της έρευνας, οι ερευνητές/τριες οφείλουν να μεριμνούν ώστε:

α. Να έχουν ληφθεί οι απαραίτητες και απαιτούμενες άδειες για την υλοποίηση της συγκεκριμένης έρευνας από τους αρμόδιους κάθε φορά φορείς,

β. να μην υφίσταται ή να μην προκύψει κατά τη διεξαγωγή της έρευνας οποιαδήποτε σύγκρουση συμφερόντων η οποία θα απαγόρευε ή θα δυσχέραινε τη διεξαγωγή της έρευνας κατά τρόπο αντικειμενικό και επιστημονικά αδιάβλητο,

γ. να τηρούνται τυχόν ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που εφαρμόζονται στο συγκεκριμένο είδος έρευνας,

δ. να μην παραβιάζονται σε καμία περίπτωση διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας που αναφέρονται και αφορούν την προστασία προσωπικών δεδομένων και να μην παραβιάζεται επίσης σε καμία περίπτωση η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας.

4. Οι ερευνητές/τριες υποχρεούνται να δημοσιοποιούν την πηγή ή τις πηγές χρηματοδότησης της έρευνάς τους.

5. Στη σύναψη συμφωνίας για τη χρηματοδότηση ενός ερευνητικού έργου, δεν επιτρέπεται να συμπεριλαμβάνονται όροι οι οποίοι θέτουν σαφώς σε κίνδυνο την ελευθερία των ερευνητών/τριών κατά τον σχεδιασμό, τη διεξαγωγή ή τη διατύπωση των συμπερασμάτων της έρευνάς τους.

6. Καμία έρευνα (βιολογική, ιατρική, ψυχολογική, κοινωνική, οικονομική, παιδαγωγική, κ.λπ.) σε άνθρωπο δεν μπορεί να διεξαχθεί χωρίς την προηγούμενη ενήμερη συναίνεσή του, ενώ η συμμετοχή του θα πρέπει να είναι ελεύθερη και εθελοντική.

7. Οι ερευνητές/τριες υποχρεούνται να διασφαλίζουν πλήρως την προστασία των προσωπικών δεδομένων των συμμετεχόντων κατά τις διαδικασίες της επιλογής τους, της λήψης ενημερωμένης συγκατάθεσης, της συλλογής και ανάλυσης δεδομένων, καθώς και κατά τη διαδικασία δημοσιοποίησης των ερευνητικών αποτελεσμάτων.

8. Η ερευνητική δραστηριότητα θα πρέπει να σέβεται τα ζώα και το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον. Η χρήση ζώων στην έρευνα θα πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με τις αρχές προστασίας των ζώων. Κατά τον σχεδιασμό και τη διενέργεια ενός πειράματος θα πρέπει να εφαρμόζονται οι ορθές ζωοτεχνικές πρακτικές και η ορθή κτηνιατρική μέριμνα για το είδος των ζώων που χρησιμοποιούνται, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.

9. Η ερευνητική δραστηριότητα θα πρέπει να σέβεται τη βιολογική ποικιλότητα και να εφαρμόζονται ορθές πρακτικές για τα είδη που χρησιμοποιούνται και σε συμμόρφωση με τους σχετικούς διεθνείς, ενωσιακούς και εθνικούς κανόνες και κατόπιν των απαραίτητων αδειών κατά το εθνικό δίκαιο.

10. Οι ερευνητές/τριες οφείλουν να απέχουν από διαδικασίες ή αποφάσεις, στις οποίες ανακύπτει θέμα σύγκρουσης συμφερόντων.

11. Ο σχεδιασμός και η διεξαγωγή ενός ερευνητικού προγράμματος πρέπει να γίνεται με βάση τις αρχές και τους κανόνες της επιστημονικής τεκμηρίωσης. Δεν γίνεται αποδεκτή η κατασκευή ή η παραποίηση ερευνητικών αποτελεσμάτων.

12. Οι ερευνητές/τριες πρέπει να μεριμνούν ούτως ώστε να τηρείται η κείμενη νομοθεσία που αφορά στη λήψη μέτρων και στην τήρηση κανόνων ασφαλείας κατά την ανάληψη και τη διάρκεια υλοποίησης των ερευνητικών τους δραστηριοτήτων.

13. Οι Επιστημονικοί/ές Υπεύθυνοι/ες των ερευνητικών προγραμμάτων πρέπει να ενημερώνουν με ειλικρίνεια και επάρκεια όσους πρόκειται να λάβουν μέρος ή να επηρεαστούν άμεσα από αυτά, για τους στόχους του προγράμματος. Όταν για τη διεξαγωγή της έρευνας απαιτείται συναίνεση του ατόμου που συμμετέχει, η ενημέρωσή του πρέπει να είναι πλήρης. Πρέπει, επίσης να ενημερώνονται μη συμμετέχοντα πρόσωπα στην έρευνα τα οποία όμως επηρεάζονται άμεσα από τη διεξαγωγή της.

14. Κατά τη διεξαγωγή της έρευνας οι συνεργάτες απολαμβάνουν ελευθερία σκέψης και έκφρασης γνώμης, οφείλουν όμως να τηρούν τους κανόνες που τίθενται από τον/την Επιστημονικό/ή Υπεύθυνο/η της έρευνας. Οι συνεργάτες στην έρευνα οφείλουν: α) να ασκούν την ερευνητική τους δραστηριότητα με κύριο σκοπό την επέκταση της επιστημονικής γνώσης και το καλό του κοινωνικού συνόλου και β) να τηρούν τις διατάξεις της νομοθεσίας που αναφέρονται στα αντικείμενα της έρευνας και τους κανόνες δεοντολογίας του επαγγέλματός τους και του παρόντος Κώδικα.

15. Σε περίπτωση συλλογικής έρευνας, ο/η Επιστημονικός/ ή Υπεύθυνος/η οφείλει να μεριμνά για την τήρηση των αρχών και της δεοντολογίας απ’ όλα τα μέλη της ερευνητικής ομάδας. Ο σεβασμός της ατομικής συμβολής του/της κάθε ερευνητή/τριας και η τήρηση της διαφάνειας και της αμοιβαίας ενημέρωσης αποτελούν υποχρέωση όλων των συμμετεχόντων/χουσών στην έρευνα.

16. Όταν η έρευνα χρηματοδοτείται από εξωτερικούς φορείς, ακολουθούνται οι διαδικασίες που περιγράφονται στους οικείους οδηγούς χρηματοδότησης έρευνας του Ε.Λ.Κ.Ε. ή του ΚΕ.ΔΙ.ΒΙ.Μ. του Π.Κ. Πινακίδες, ανακοινώσεις και γενικά μέσα προβολής των ερευνητικών προγραμμάτων διαμορφώνονται και χρησιμοποιούνται με τρόπο που να εξυπηρετεί την ενημέρωση της επιστημονικής κοινότητας και του κοινού. Η μνεία ενδεχόμενων χορηγών σε δραστηριότητες ή έντυπα των ερευνητικών ομάδων πρέπει να γίνεται με προσοχή, ώστε να μη δημιουργείται σύγχυση ως προς τον φορέα της έρευνας, να μην παρέχεται η αίσθηση διαφήμισης συγκεκριμένου προϊόντος, ούτε να δίδεται η εντύπωση της μόνιμης σύνδεσης του/της χορηγού με το Ίδρυμα. Πινακίδες και γενικά έντυπα προβολής των προγραμμάτων οφείλουν να αναφέρουν όλους τους συντελεστές της έρευνας.

17. Επίκληση τίτλου διοικητικής θέσης που κατέχει μέλος Δ.Ε.Π. σε συλλογικό όργανο, για την επιδίωξη εξωτερικής χρηματοδότησης η οποία αφορά στην ακαδημαϊκή μονάδα, γίνεται κατόπιν ενημέρωσης του συλλογικού οργάνου. Για ειδικές κατηγορίες μελών Δ.Ε.Π., ισχύουν οι επιπλέον δεσμεύσεις που αφορούν στους κλάδους τους.

18. Η έρευνα και η παροχή υπηρεσιών από Μέλη του Ιδρύματος χαρακτηρίζονται από αντικειμενικότητα και είναι απαλλαγμένες από μεροληψία που μπορεί να πηγάζει είτε από διάθεση εξυπηρέτησης του χρηματοδότη είτε από την αντίληψη συμφέροντος των εμπλεκομένων στο έργο Μελών του Ιδρύματος. Ειδικότερα, η παροχή υπηρεσιών πραγματοποιείται βάσει των διατάξεων του άρθρου 51 του ν. 4957/2022.

19. Η συμμετοχή καθηγητών/τριών και άλλων κατηγοριών διδασκόντων/σκουσών και προσωπικού σε ερευνητικά έργα δεν μπορεί να επηρεάζει την άσκηση των βασικών διδακτικών και διοικητικών καθηκόντων τους στο Ίδρυμα.

20. Η χρήση εργαστηριακών υποδομών και οργάνων προϋποθέτει τη σύμφωνη γνώμη του Διευθυντή του Εργαστηρίου.

Άρθρο 10
Κανόνες Δεοντολογίας Σχετικά με τα Πνευματικά Δικαιώματα και τις Δημοσιεύσεις

1. Δεν επιτρέπεται η αναπαραγωγή ολόκληρου ή μέρους πνευματικών έργων τρίτων προσώπων (βιβλίων, άρθρων, εργασιών, κ.λπ.) καθώς και η μετάφραση, η διασκευή, η παραποίηση ή η απομίμησή τους, χωρίς την άδεια του/της δημιουργού τους. Η απαγόρευση αυτή ισχύει ανεξάρτητα από τη μορφή αναπαραγωγής (έντυπη, ηλεκτρονική, φωτογραφική, κ.λπ.). Μη θιγομένων των διατάξεων περί αστικών ή ποινικών κυρώσεων, τυχόν παραβατική συμπεριφορά εκ μέρους Μέλους του Ιδρύματος σχετιζόμενη με τα παραπάνω συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα ως προς το οποίο επιβάλλονται οι πειθαρχικές ποινές του άρθρου 179 του ν. 4957/2022, όπως ισχύει.

2. Τις ποινές της παρ. 1 επισύρουν και τα πειθαρχικά παραπτώματα της αντιγραφής, της πλαστογραφίας, της πλαστοπροσωπίας και της λογοκλοπής, ως και άλλες συναφείς παραβατικές συμπεριφορές κατά τους όρους της παρ. 2 του άρθρου 177 και του άρθρου 197 του ν. 4957/2022.

3. Ενδεικτικές περιπτώσεις παράβασης των κανόνων δεοντολογίας συνιστούν:

α. Η παράλειψη της αναφοράς της πνευματικής συνεισφοράς τρίτων προσώπων σε οποιοδήποτε δημοσιευμένο έργο ή αντίθετα, η συμπερίληψη προσώπου ως δημιουργού ή συνδημιουργού σε έργο στο οποίο το σχετικό πρόσωπο δεν συνεισέφερε προσωπικό πνευματικό έργο,

β. η αντιγραφή ερευνητικής εργασίας τρίτου,

γ. η παραποίηση δεδομένων ή άλλων μορφών έρευνας, η μη εξουσιοδοτημένη συλλογή και χρήση των δεδομένων ή και άλλων στοιχείων και πληροφοριών σε σχέση με τους όρους που διέπουν την έρευνα ως και κάθε άλλου είδους απατηλή συμπεριφορά σε σχέση με τη χρήση δεδομένων, στοιχείων και πληροφοριών,

δ. η παράνομη ιδιοποίηση ιδεών ή γνωμών που έχουν αποτυπωθεί εγγράφως ή και μέσω λειτουργικού συστήματος ή λογισμικού ή δεδομένων ή συνδυασμού αυτών, χωρίς τη νόμιμη συναίνεση του/της δικαιούχου ή την τήρηση προβλεπόμενης διατύπωσης,

ε. η κακοδιαχείριση ή η ανεπαρκής διατήρηση δεδομένων και πρωτογενούς υλικού της έρευνας όταν η τήρησή τους επιβάλλεται για τους σκοπούς του έργου,

στ. η αθέτηση υποχρέωσης γνωστοποίησης σύγκρουσης συμφερόντων στην έρευνα, περιλαμβανομένης της μη γνωστοποίησης της πηγής χρηματοδότησης για την έρευνα, ιδίως όταν ο/η χρηματοδότης/τρια έχει ιδιαίτερο συμφέρον στο αποτέλεσμα της έρευνας,

ζ. η αθέτηση υποχρέωσης εμπιστευτικότητας που επιβάλλεται στο πλαίσιο συμβατικής ή άλλης νόμιμης υποχρέωσης,

η. η εμφάνιση ορισμένης έρευνας ως νέας ενώ έχει δημοσιευθεί στο παρελθόν με αποτέλεσμα την παραπλάνηση τρίτων ως προς τον χρόνο διεξαγωγής της,

θ. η ανάθεση σε τρίτο, με ή χωρίς αμοιβή, της εκπόνησης και συγγραφής ερευνητικής εργασίας, εν όλω ή εν μέρει και η εν συνεχεία παρουσίασή της ως ίδιο έργο του αναθέτοντος,

ι. η διενέργεια ψευδών ή παραπλανητικών δηλώσεων ως προς την ύπαρξη έννομης σχέσης ή νόμιμου συμφέροντος που σχετίζεται με την έρευνα, περιλαμβανομένων ιδίως της αθέτησης υποχρέωσης γνωστοποίησης ουσιώδους συμφέροντος του/της ερευνητή/τριας ή των χρηματοδοτών του έργου ή του γεγονότος ότι η έρευνα χρηματοδοτείται με βάση τη συμφωνία που τη διέπει,

ια. η χρήση τμημάτων εργασιών άλλων ατόμων ή οργανισμών, οποιουδήποτε τύπου (κείμενο, φωτογραφία, βίντεο), συμβατικής ή ψηφιακής μορφής, χωρίς να αναφέρονται οι πηγές των πληροφοριών,

ιβ. η αντιγραφή τμημάτων κειμένου από δημοσιευμένο έργο τρίτου χωρίς την ύπαρξη σχετικής παραπομπής ή αναφοράς (reference),

ιγ. η παρουσίαση ερευνητικής εργασίας τρίτου ως προϊόντος προσωπικής εργασίας,

ιδ. η πολλαπλή χρήση της ίδιας φοιτητικής εργασίας σε διαφορετικά μαθήματα που έχει ως αποτέλεσμα να δίνεται η παραπλανητική εντύπωση ότι ο/η φοιτητής/ τρια ανταποκρίνεται στις σχετικές υποχρεώσεις του,

ιε. σε περίπτωση πνευματικού έργου που είναι συλλογικό αποτέλεσμα, η μη αναφορά στο έργο συνδημιουργού. Ενδείκνυται οι ερευνητές/τριες να συμφωνούν μεταξύ τους και με τους λοιπούς συνεργάτες τους, εγγράφως ή με ηλεκτρονικά μέσα, τον τρόπο συνεργασίας τους και δημοσίευσης των ερευνητικών εργασιών ή άλλων έργων που εκπονούν, ως και τους όρους αναφοράς των ονομάτων των συνδημιουργών ή συνεργατών τους στις σχετικές δημοσιεύσεις (π.χ., σε αλφαβητική σειρά ή κατά τη σειρά συμβολής).

4. Κατ’ εξαίρεση, δεν συνιστά παράβαση και ούτε προσκρούει στις διατάξεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας (ν. 2121/1993) η χωρίς την άδεια του/της δημιουργού και χωρίς αμοιβή, αναπαραγωγή άρθρων νομίμως δημοσιευμένων σε εφημερίδα ή σε περιοδικό, συντόμων αποσπασμάτων έργου ή τμημάτων συντόμου έργου ή έργου των εικαστικών τεχνών νομίμως δημοσιευμένου, που γίνεται αποκλειστικά και μόνο για σκοπούς διευκόλυνσης της διδασκαλίας ή διεξαγωγής των εξετάσεων στο Ίδρυμα, στο μέτρο που δικαιολογείται από τον επιδιωκόμενο σκοπό, είναι σύμφωνη με τα χρηστά ήθη και δεν εμποδίζει την κανονική εκμετάλλευση. Η αναπαραγωγή πρέπει να συνοδεύεται από την ένδειξη της πηγής και των ονομάτων του/της δημιουργού και του/ της εκδότη/τριας, εφόσον τα ονόματα αυτά εμφανίζονται στην πηγή.

5. Αν το πνευματικό δημιούργημα είναι το τελικό εξαγόμενο αμειβόμενου ερευνητικού έργου, που ανατέθηκε μέσω σύμβασης, είτε από φορέα του δημόσιου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα είτε από ιδιωτικό φορέα, θα πρέπει να λαμβάνεται ιδιαίτερη μέριμνα για την τήρηση των συμβατικών υποχρεώσεων που έχουν αναληφθεί μέσω των όρων της σύμβασης.

6. Για την περίπτωση της εκμετάλλευσης των περιουσιακών δικαιωμάτων που ενδεχομένως προκύπτουν από την εκμετάλλευση δικαιωμάτων βιομηχανικής ή πνευματικής ιδιοκτησίας, είτε από τον/τη δημιουργό είτε από τον/την εφευρέτη/τρια, ενδέχεται να υπάρχουν περιορισμοί οι οποίοι θα πρέπει να διερευνώνται κατά περίπτωση. Η περίπτωση αυτή ισχύει για έργα τα οποία παρήχθησαν με μέσα ή με τη χρηματοδότηση του Ιδρύματος ή άλλου φορέα.

7. Στην περίπτωση εκπόνησης διπλωματικής εργασίας, μεταπτυχιακής εργασίας ή διδακτορικής διατριβής, τo ηθικό και περιουσιακό δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας της ανήκουν στον/ην φοιτητή/τρια που την εκπονεί, σύμφωνα με τον ν. 2121/1993, όπως ισχύει, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά σε περίπτωση που η εργασία εκπονείται με χρηματοδότηση ή υποστήριξη από τρίτους (π.χ. μέσω ερευνητικών προγραμμάτων, υποτροφιών, ή εν γένει συνεργασιών). Θεωρείται αυτονόητο ότι τόσο η διπλωματική ή η μεταπτυχιακή εργασία, όσο και η διδακτορική διατριβή είναι πρωτότυπα έργα του/της υποψηφίου/ας, ο/η οποίος/α τα υποβάλλει προς κρίση στις αρμόδιες επιτροπές αξιολόγησης.

8. Όταν ο/η προπτυχιακός/ή, μεταπτυχιακός/ή ή διδακτορικός/ ή φοιτητής/τρια δημοσιεύει πρωτότυπες εργασίες που προκύπτουν από τη διπλωματική, μεταπτυχιακή ή διδακτορική διατριβή, εφόσον ο/η επιβλέπων/ ουσα καθηγητής/τρια ή άλλοι/ες ερευνητές/τριες ή άλλα πρόσωπα έχουν ουσιαστική και πραγματική συνεισφορά στην ανάπτυξη των συγκεκριμένων εργασιών, καθένας/ μία από αυτούς θα πρέπει να αναφέρεται ως συνσυγγραφέας.

9. Εφόσον ο/η προπτυχιακός/ή, μεταπτυχιακός/ή ή διδακτορικός/ή φοιτητής/τρια εκδώσει σε οποιαδήποτε μορφή τη διπλωματική ή μεταπτυχιακή του/της εργασία, ή τη διδακτορική του/της διατριβή, οφείλει να αναφέρει το όνομα του Ιδρύματος, της Σχολής, του Τομέα και του Εργαστηρίου στο οποίο εκπονήθηκε η συγκεκριμένη εργασία, καθώς και το όνομα του/της Επιβλέποντος/ουσας Καθηγητή/τριας. Το όνομα του Ιδρύματος, της Σχολής, του Τομέα και του Εργαστηρίου πρέπει να αναφέρεται και στην περίπτωση των επιστημονικών δημοσιεύσεων.

10. Όταν ο/η Επιστημονικός/ή Υπεύθυνος/η του ερευνητικού έργου προβεί σε έντυπη ή ηλεκτρονική έκδοση, μέρους ή/και του συνόλου των αποτελεσμάτων του ερευνητικού έργου, τότε οφείλει να αναγράφει σε κάθε περίπτωση το όνομα του Ιδρύματος, εφόσον το συγκεκριμένο ερευνητικό έργο υλοποιήθηκε εντός των εγκαταστάσεων αυτού.

11. Κάθε μέλος διδακτικού ή/και ερευνητικού προσωπικού του Ιδρύματος υποχρεούται να αναφέρει το όνομα του Ιδρύματος σε όλες τις επιστημονικές του παρουσιάσεις και δημοσιεύσεις, η δε αναφορά στην ονομασία του Ιδρύματος σε ξένη γλώσσα θα γίνεται σύμφωνα με την εγκεκριμένη από το Ίδρυμα ονομασία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΛΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΚΑΙ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΙΘΑΝΟΛΟΓΟΥΜΕΝΩΝ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΝ

Άρθρο 11
Διαδικασία Κατάρτισης και Ισχύος Κώδικα Δεοντολογίας και Καλής Πρακτικής

Ο παρών Κώδικας καταρτίζεται από την Επιτροπή Δεοντολογίας για ακαδημαϊκά, διοικητικά και ερευνητικά θέματα, και ισχύει μετά την έγκρισή του από τη Σύγκλητο του Π.Κ., σύμφωνα με το άρθρο 217 του ν. 4957/2022.

Ο Κώδικας Δεοντολογίας και Καλής Πρακτικής ενσωματώνεται στον Εσωτερικό Κανονισμό του Ιδρύματος τηρουμένων των προβλέψεων του νόμου και αναρτάται στον ιστότοπο του Π.Κ.

Άρθρο 12
Όροι Κατάρτισης και Αναθεώρησης του Κώδικα Δεοντολογίας και Καλής Πρακτικής

1. Η Επιτροπή Δεοντολογίας συντάσσει σχέδιο Κώδικα Δεοντολογίας και Καλής Πρακτικής, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του νόμου, τις καλές πρακτικές που μπορεί να υιοθετούνται για τη λειτουργία των Α.Ε.Ι. στην ημεδαπή ή στο εξωτερικό, ως και τους εν γένει όρους λειτουργίας του Ιδρύματος.

2. Η Επιτροπή Δεοντολογίας εισηγείται την αναθεώρηση του Κώδικα Δεοντολογίας και Καλής Πρακτικής στον/ στην Πρύτανη/ι με σχετική κοινοποίηση της εισήγησής της στη Σύγκλητο του Π.Κ., σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στον νόμο. Η εισήγηση αυτή υποβάλλεται στην αρχή του σχετικού ακαδημαϊκού έτους ως συνοδευτική της Ετήσιας Έκθεσης της Επιτροπής Δεοντολογίας που συντάσσει και υποβάλλει στον/στην Πρύτανη/ι με κοινοποίησή της στη Σύγκλητο σύμφωνα με τον νόμο στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων της. Οι εισηγήσεις τροποποίησης δύνανται να υποβάλλονται και πέραν του ως άνω τακτικού χρόνου, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του/της Πρύτανη/εως του Ιδρύματος.

Άρθρο 13
Διαδικασίες Συμμόρφωσης

1. Για τις ανάγκες εφαρμογής του Κώδικα Δεοντολογίας και Καλής Πρακτικής, οι αρμόδιες υπηρεσίες του Ιδρύματος, περιλαμβανομένων ιδίως της Διεύθυνσης Διοικητικού και των αρμοδίων Γραμματειών των Σχολών, υιοθετούν διαδικασίες ώστε τα Μέλη του Ιδρύματος να λαμβάνουν γνώση των διατάξεων του Κώδικα.

2. Η Επιτροπή Δεοντολογίας ενημερώνεται για την τήρηση των παραπάνω διαδικασιών και τον τρόπο εφαρμογής τους από τις ως άνω αρμόδιες υπηρεσίες του Ιδρύματος.

3. Η συμμόρφωση προς τους κανόνες λειτουργίας του Ιδρύματος και τους όρους του παρόντος Κώδικα αποτελεί αυτοτελή υποχρέωση και ίδια ευθύνη ενός εκάστου των Μελών του Ιδρύματος. Η Επιτροπή Δεοντολογίας επιλαμβάνεται επί υποθέσεων εξέτασης πιθανολογούμενων παραβάσεων σύμφωνα με τους όρους και τη διαδικασία του άρθρου 14.

4. Ενδείκνυται τα Μέλη του Ιδρύματος να ενημερώνουν τον/την Πρύτανη/ι στις περιπτώσεις πιθανολογούμενων παραβάσεων του Κώδικα Δεοντολογίας και Καλής Πρακτικής, υπονοιών ή ενδείξεων ως προς την τέλεση πράξεων παράβασης. Η Επιτροπή Δεοντολογίας, ύστερα από εντολή του/της Πρύτανη/εως, διερευνά περιστατικά που υπέπεσαν στην αντίληψη του/της Πρύτανη/ εως βάσει της παραπάνω ενημέρωσης και προβαίνει σε σχετική εξέταση της υπόθεσης σύμφωνα με τους όρους των άρθρων 14 έως 17 του παρόντος.

Άρθρο 14
Εξέταση Πιθανολογούμενων Παραβάσεων

1. Η Επιτροπή Δεοντολογίας δεν ενεργεί ως πειθαρχικό όργανο και ούτε υπέχει αρμοδιότητες επιβολής πειθαρχικών ποινών.

2. Η Επιτροπή Δεοντολογίας προβαίνει σε εξέταση πιθανολογούμενων παραβάσεων των διατάξεων του Κώδικα Δεοντολογίας και Καλής Πρακτικής στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α. Μετά από εντολή του/της Πρύτανη/εως,

β. μετά από έγγραφη αναφορά ή καταγγελία Μέλους του Ιδρύματος, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 2 παρ. 2 του παρόντος,

γ. αυτεπαγγέλτως, εφόσον λάβει νόμιμη γνώση περί της πιθανολογούμενης παράβασης. Η Επιτροπή Δεοντολογίας λαμβάνει νόμιμα γνώση εφόσον ενημερώνεται για την πιθανολογούμενη παράβαση:

γα) Από τις κατά περίπτωση αρμόδιες υπηρεσίες του Ιδρύματος (π.χ. μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου),

γβ) από Μέλος του Ιδρύματος βάσει επαρκών στοιχείων και πληροφοριών που της παρέχονται εγγράφως.

Άρθρο 15
Διαδικασία Εξέτασης

1. Για την εξέταση υπόθεσης πιθανολογούμενης παράβασης σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 14 του παρόντος, η Επιτροπή Δεοντολογίας συνεκτιμά ιδίως:

α. Το είδος της πιθανολογούμενης παράβασης ή της υπόνοιας ή της ένδειξης τέλεσης πράξης παράβασης και τα πραγματικά περιστατικά που τίθενται υπόψη της βάσει της αναφοράς ή της καταγγελίας ή της ενημέρωσης της παρ. 2 του άρθρου 14,

β. τα διαθέσιμα στοιχεία και τις πληροφορίες σε σχέση με την πιθανολογούμενη παράβαση ή την υπόνοια ή ένδειξη για την τέλεσή της,

γ. το ορισμένο της αναφοράς ή καταγγελίας ή της ενημέρωσης της παρ. 2 του άρθρου 14,

δ. το βαθμό επείγοντος ως προς τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπισή της,

ε. τον αριθμό και την πορεία τυχόν εκκρεμών υποθέσεων εξέτασης και τον σχετικό φόρτο εργασίας,

στ. την επάρκεια χρόνου που μπορεί να διαθέτει για να επιληφθεί.

2. Στις περιπτώσεις αοριστίας ή έλλειψης πληρότητας της αναφοράς ή της καταγγελίας ή της ενημέρωσης της παρ. 2 του άρθρου 14, η Επιτροπή Δεοντολογίας δύναται να ζητά πρόσθετα στοιχεία ή πληροφορίες ή την επιβεβαίωση και διευκρίνιση των υποβληθέντων. Η Επιτροπή Δεοντολογίας δεν προχωρεί στην εξέταση της υπόθεσης αν δεν της παρασχεθούν τα ζητηθέντα στοιχεία και πληροφορίες ως προς την πιθανολογούμενη παράβαση ή υπόνοια ή ένδειξη τέλεσης της σχετικής παράβασης ή αν δεν είναι αυτά επαρκή και τεκμηριωμένα. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή Δεοντολογίας αρχειοθετεί τις υποβληθείσες αναφορές ή καταγγελίες ή ενημερώσεις. Τα σχετικά αρχεία τίθενται στη διάθεση του/της Πρύτανη/εως.

3. Η Επιτροπή Δεοντολογίας αναφέρει απολογιστικά και σε ανώνυμη βάση περιπτώσεις αναφορών ή καταγγελιών ή ενημερώσεων που έχουν ως άνω αρχειοθετηθεί στην Ετήσια Έκθεση που συντάσσει σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 12.

4. Στις περιπτώσεις κατεπείγοντος ως προς την αντιμετώπιση πιθανολογούμενης παράβασης ή υπονοιών ή ενδείξεων για την τέλεση αυτής, ιδίως όταν λόγω της σοβαρότητας της παράβασης ή επιτακτικού δημόσιου συμφέροντος είναι αναγκαία η λήψη πειθαρχικών μέτρων για την αποτροπή κινδύνου, ή όταν στις παραπάνω περιπτώσεις η Επιτροπή Δεοντολογίας δε διαθέτει επαρκή χρόνο να επιληφθεί άμεσα ή κατά προτεραιότητα για την αξιολόγηση της υπόθεσης με βάση και τον βαθμό σημαντικότητάς της, ενδεικτικά λόγω μη συγκέντρωσης επαρκών στοιχείων ή μη επάρκειας των χρονικών περιθωρίων που τίθενται για την αξιολόγηση της υπόθεσης, η Επιτροπή Δεοντολογίας προβαίνει σε άμεση ενημέρωση του/της Πρύτανη/εως και λαμβάνει από αυτόν/ήν οδηγίες και εντολές ως προς τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης.

5. Η Επιτροπή Δεοντολογίας αποφαίνεται σχετικά με τη διαπίστωση παραβάσεων του Κώδικα Δεοντολογίας και Καλής Πρακτικής ή την τέλεση πειθαρχικών παραπτωμάτων με βάση τα στοιχεία και τις πληροφορίες που συγκεντρώνει κατά την εξέταση, διερεύνηση και αξιολόγηση των κρινόμενων αναφορών ή καταγγελιών ή ενημερώσεων της παρ. 2 του άρθρου 14, ή και με βάση προφορικές διευκρινίσεις που της παρέχονται στο πλαίσιο άσκησης των νομίμων καθηκόντων της από το πρόσωπο που υπέβαλε την αναφορά ή την καταγγελία καθώς και γραπτά υπομνήματα ή προφορικές καταθέσεις των εμπλεκομένων. Προς τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή Δεοντολογίας δύναται να καλεί το ως άνω πρόσωπο μετά από σχετική ηλεκτρονική αλληλογραφία ή και με έγγραφη κλήση αναφέροντας τον τόπο, την ημέρα και την ώρα της παράστασής του ενώπιόν της για την παροχή των διευκρινίσεων και την έκθεση των απόψεών του. Δύναται επίσης, να καλεί προς εξέταση μάρτυρες μετά από σχετική ηλεκτρονική αλληλογραφία ή και με έγγραφη κλήση αναφέροντας τον τόπο, την ημέρα και την ώρα της παράστασής τους ενώπιόν της.

6. Αν η Επιτροπή Δεοντολογίας, κατά την εξέταση της υπόθεσης, διαπιστώσει ότι για τη διερεύνηση και αξιολόγησή της κρίνεται αναγκαία η διεξαγωγή άλλης πειθαρχικής διαδικασίας, ενημερώνει σχετικά τον/την Πρύτανη/ι και προβαίνει σε μνεία του θέματος αυτού στο πόρισμα που του υποβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 16.

Άρθρο 16
Πόρισμα Εξέτασης και Διαδικασία Λήψης Αποφάσεων

1. Σε περίπτωση διαπίστωσης παράβασης του Κώδικα Δεοντολογίας και Καλής Πρακτικής ή τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος, περιλαμβανομένων και των περιπτώσεων όπου διαπιστώνεται η ύπαρξη αποχρώσεων ενδείξεων παράβασης ή σχετικού παραπτώματος, τηρουμένων των όρων των άρθρων 11 έως 15, η Επιτροπή Δεοντολογίας συντάσσει σχετικό πόρισμα το οποίο και αποστέλλει στον/στην Πρύτανη/ι για τις περαιτέρω ενέργειες, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον νόμο. Επιπλέον, αναφέρει τις ως άνω περιπτώσεις απολογιστικά και σε ανώνυμη βάση στην Ετήσια Έκθεση που συντάσσει σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 12. Η Επιτροπή Δεοντολογίας προβαίνει στη σύνταξη πορίσματος και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες στο πλαίσιο εξέτασης υπόθεσης δεν στοιχειοθετείτε κατά την κρίση της παράβαση. Στην περίπτωση αυτή, το σχετικό πόρισμα αρχειοθετείται και τίθεται στη διάθεση του/της Πρύτανη/εως.

2. Η Επιτροπή Δεοντολογίας αποφαίνεται επί υποθέσεων αναφορικά με τη διαπίστωση ή μη παραβάσεων ή πειθαρχικών παραπτωμάτων σύμφωνα με τα παραπάνω, εφόσον συμμετέχουν στη σχετική συνεδρίαση τουλάχιστον τα 4/5 των μελών της.

3. Οι συνεδριάσεις της Επιτροπής Δεοντολογίας επί θεμάτων που αφορούν στις παραπάνω υποθέσεις διεξάγονται με φυσική παρουσία των μελών στον προγραμματισμένο τόπο της συνεδρίασης ή και διαδικτυακά.

4. Για την πρόσκληση των μελών της Επιτροπής Δεοντολογίας επιμελείται ο/η Πρόεδρός της. Εναλλακτικά, η κατάρτιση και υπογραφή του πρακτικού του πορίσματος από όλα τα μέλη της Επιτροπής Δεοντολογίας ισοδυναμεί με απόφαση της Επιτροπής Δεοντολογίας, ακόμη και αν δεν έχει προηγηθεί συνεδρίαση.

5. Οι αποφάσεις επί θεμάτων που αφορούν στις παραπάνω υποθέσεις λαμβάνονται εφόσον συμφωνούν τα 3/4 των παρισταμένων μελών της Επιτροπής Δεοντολογίας. Σε περίπτωση μειοψηφούσας θέσης, αυτή καταγράφεται στο σχετικό πόρισμα.

Άρθρο 17
Εμπιστευτικότητα, Εχεμύθεια και Απόρρητο

1. Τα μέλη της Επιτροπής Δεοντολογίας έχουν υποχρέωση τήρησης της εμπιστευτικότητας, της εχεμύθειας και του απορρήτου σύμφωνα με τη νομοθεσία ως προς τις υποβαλλόμενες αναφορές, καταγγελίες και ενημερώσεις της παρ. 2 του άρθρου 14 και τις πάσης φύσεως πληροφορίες και τα στοιχεία που περιέρχονται σε γνώση τους σε σχέση με αυτές κατά την εξέταση υποθέσεων, σύμφωνα με τους όρους του παρόντος Κεφαλαίου.

2. Η Επιτροπή Δεοντολογίας δύναται να ζητά από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Ιδρύματος κάθε στοιχείο και πληροφορία που κρίνει αναγκαία στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της σε σχέση με εξεταζόμενη υπόθεση πιθανολογούμενης παράβασης για τις ανάγκες διαπίστωσης της παράβασης. Το αίτημα παροχής στοιχείων και πληροφοριών κατά τα παραπάνω μπορεί να υπο βάλλεται μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς την οικεία υπηρεσία ή τον/την καθ’ ύλη αρμόδιο/α υπάλληλο του Ιδρύματος με σχετική κοινοποίηση προς τον/ την πρύτανη/ι.

Άρθρο 18
Ισχύς

Ο παρών Κώδικας Δεοντολογίας και Καλής Πρακτικής ισχύει από την ημερομηνία έγκρισής του από τη Σύγκλητο του Πολυτεχνείου Κρήτης, σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 11.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Χανιά, 17 Μαρτίου 2025

Ο Πρύτανης
ΜΙΧΑΗΛ ΖΕΡΒΑΚΗΣ

Σχετικά Άρθρα